απιοειδής

απιοειδής
ἀπιοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα αχλαδιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπιοειδῆ — ἀπιοειδής like those of the pear tree neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπιοειδής like those of the pear tree masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπιοειδής like those of the pear tree masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • άπιον — ἄπιον, το κ. ἄπιος, η (Α) 1. απίδι, αχλάδι 2. απιδιά, αχλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με λατ. pirum, pirus, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό επίθημα α και θ. *piso. Σύγχυση παρατηρείται ως προς τη χρήση του… …   Dictionary of Greek

  • χοληδόχος — και χολοδόχος, ο / χοληδόχος και χολοδόχος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, και χολιοδόχος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει χολή 2. φρ. α) «χοληδόχος κύστη» και «χοληδόχος κύστις» ανατ. μεμβρανώδης απιοειδής σάκος, προσαρτημένος στην κάτω επιφάνεια τού… …   Dictionary of Greek

  • απιοκρινίδες — Θαλάσσια ζώα που αποτελούν την οικογένεια των κρινοειδών (εχινόδερμα) η οποία έχει εκλείψει. Χαρακτηριστικό των α. ήταν ο απιοειδής κάλυκας, σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ πλατύς, σκεπασμένος με πυκνές πλάκες, που στηριζόταν σε ποδίσκο με κυκλική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”